- ἐντειχίδιοι
- ἐντειχίδιοςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εντειχίδιος — ἐντειχίδιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται μέσα στο τείχος («ἐντειχίδιοι ἐκάθηντο», Λουκ.) … Dictionary of Greek